- επιμοιρώ
- ἐπιμοιρῶ, -άω (AM)διανέμω με κλήρο, δίνω σε κάποιον το μερίδιο που τού ανήκειαρχ.μέσ. ἐπιμοιρῶμαι1. παίρνω αρκετή ποσότητα, όση χρειάζεται2. μετέχω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μοιρώ «μοιράζω» (< μοίρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.